- χρυσογράφος
- ο, ΝΜκαλλιτέχνης που διακοσμεί χειρόγραφα με χρυσά γράμματα και σχέδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
AURIGRAPHUS — dicitur Ugutioni et Iohanni de Ianua, qui aurcam scripturam facit. Χρυσογράφος Scylitzae p. 450. et Ioeli in Chron. p. 177. Aureis enim literis pretiosiores olim libri scribi solebant. Liber Translations S. Stephani, Textum deinceps Sacrorum… … Hofmann J. Lexicon universale
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσογραφεύς — έως, ὁ, Μ χρυσογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)* + γραφεύς] … Dictionary of Greek